παραιτητέα

παραιτητέα
παραιτητέος
to be deprecated
neut nom/voc/acc pl
παραιτητέᾱ , παραιτητέος
to be deprecated
fem nom/voc/acc dual
παραιτητέᾱ , παραιτητέος
to be deprecated
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
παραιτητής
intercessor
masc acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραιτητέας — παραιτητέᾱς , παραιτητέος to be deprecated fem acc pl παραιτητέᾱς , παραιτητέος to be deprecated fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητέαν — παραιτητέᾱν , παραιτητέος to be deprecated fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητέαι — παραιτητέος to be deprecated fem nom/voc pl παραιτητέᾱͅ , παραιτητέος to be deprecated fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”